χάλασμα

χάλασμα
χάλ-ασμα, ατος, τό,
A slackened condition, relaxation,

ἀναπνοὴ καὶ χ. Plu.2.133d

, cf. Luc.Asin.9; lack of elasticity, Ph.Bel.58.8, 65.50; low tension of blood-vessels, Orib. 7.19.6.
2 gap in the line of battle, Plb.18.30.8; σύμμετρον ἔχειν χ. to be packed not too tightly, Plu.Aem.32.
3 slit, Ruf.Anat.59, Gal.4.733;

χ. ποιῶν ἐν τῇ ὑποτομῇ IG7.3073.114

(Lebad., ii B. C.).
4 baulk or footpath on the edge of arable land, PLille2.16 (iii B. C.), PGiss.36.17 (ii B. C.), PLond.3.881.21 (ii B. C.), etc.
5 dislocation,

ἄρθρων Dsc.1.109

(pl.).
6 congenital hernia, Vett.Val.161.19 (pl.).
7 free play (cf. foreg. 2) of a joint, Erot. s.v. πλοώδης.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χάλασμα — slackened condition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλασμα — άσματος, το, ΝΑ [χαλῶ] νεοελλ. 1. το να χαλάει, να καταστρέφεται κάτι 2. κατεδάφιση 3. ερείπιο («βγήκε σαν φάντασμα από τα χαλάσματα») 4. (για τρόφιμα) αλλοίωση, αποσύνθεση, σήψη 5. (για καιρικές συνθήκες) επιδείνωση αρχ. 1. κατάσταση χαλάρωσης… …   Dictionary of Greek

  • χάλασμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χαλνώ, καταστροφή, φθορά. 2. ερείπιο: Παρακολουθούσε την κίνηση κρυμμένος μέσα στο χάλασμα. 3. γκρέμισμα. 4. χειροτέρευση. 5. διακόρευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλασμάτων — χάλασμα slackened condition neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλάσμασι — χάλασμα slackened condition neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλάσμασιν — χάλασμα slackened condition neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλάσματα — χάλασμα slackened condition neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλάσματι — χάλασμα slackened condition neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλάσματος — χάλασμα slackened condition neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάρβαλο — το, Ν 1. ρημάδι, σαράβαλο, χάλασμα 2. μτφ. (για πρόσ.) άτομο καταβεβλημένο από τα γηρατειά ή από νόσο, ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από το επίθ. χαλαρός, μέσω ενός αμάρτυρου παρλλ. τ. *χαλαβρός (> χάλαβρο), με μετάθεση …   Dictionary of Greek

  • ερείπιο — το (AM ἐρείπιον, Α και ως επίθ. ἐρείπιος, ον) [ερείπω] 1. οτιδήποτε έχει καταστραφεί από τον χρόνο ή από άλλες αιτίες, αυτό που μένει μετά την καταστροφή κάποιου πράγματος, γκρεμισμένο οικοδόμημα, χάλασμα 2. (για ανθρώπους) ο λόγω ηλικίας ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”